παλαιστῶν

παλαιστῶν
παλαιστέω
thrust away with the hand
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
παλαιστή
fem gen pl
παλαιστής
wrestler
masc gen pl
παλαιστός
masc gen pl
παλαστή
palm of the hand
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλοιός — (I) γλοιός, ά, όν (AM) αυτός που ξεφεύγει εύκολα, ο υποκριτής, ο πανούργος αρχ. νωθρός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλοιός, ο]. (II) ο (Α γλοιός) κάθε κολλώδης ή λιπαρή ουσία, κόλλα αρχ. 1. λάδι και σκόνη, που αφαιρείται με τη στλεγγίδα απ το σώμα τών …   Dictionary of Greek

  • διπάλαιστος — διπάλαιστος, ον και διπαλαιστιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + παλαιστή, αιολ. τ. τού παλαστή «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • κονίσαλος — κονίσαλος, ὁ (ΑM) σύννεφο σκόνης, στρόβιλος («πνεύσαντος ἀνέμου σφοδροῡ... ὁ κονίσαλος ἐς ουρανὸν αὐτὸν ἦρτο», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα τών παλαιστών («ὁ ἱδρὼς τῶν γυμναζομένων, μειχθείς τῷ πάτῳ, συντελεῑ… …   Dictionary of Greek

  • κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + …   Dictionary of Greek

  • ξηραλοιφία — ξηραλοιφία, ἡ (Μ) [ξηραλοιφώ] επάλειψη τού σώματος τών παλαιστών με λάδι …   Dictionary of Greek

  • πάλαισμα — το (Α πάλαισμα) [παλαίω] τέχνασμα παλαιστή που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την πτώση τού αντιπάλου, παλαιστικό κόλπο αρχ. 1. δόλος 2. τέχνασμα («πάλαισμα τοῡτ ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.) 3. πόλεμος 4. κάθε μορφή αγώνα 5. στον πληθ. τὰ… …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • κονιστήριο — Βαθύ σκάμμα στις παλαίστρες και στα ρωμαϊκά αμφιθέατρα, κατά την αρχαιότητα, που ήταν γεμάτο με λεπτή άμμο για την προστασία των παλαιστών, των αγωνιστών, των θηριομάχων και των μονομάχων από πιθανές πτώσεις. Η λέξη προέρχεται από τη λεπτή σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”